- ἀμφιβληστρεύω
- ἀμφιβληστρ-εύω,A catch with a nct, Aq.Is.51.20 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιβληστρεύω — ἀμφιβληστρεύω (Α) ψαρεύω με πεζόβολο ή αθίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβληστρον] … Dictionary of Greek
ἠμφιβληστρευμένος — ἀμφιβληστρεύω catch with a nct perf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ … Dictionary of Greek